- αποβιώνω
- (αποβιώνω), απεβίωσα βλ. πίν. 3——————Σημειώσεις:(αποβιώνω) : εύχρηστος είναι κυρίως ο αόριστος απεβίωσα, ο οποίος διατηρεί την αύξηση παρ' όλο ότι δεν τονίζεται.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποβιώνω — (AM ἀποβιῶ, όω) παύω να ζω, πεθαίνω … Dictionary of Greek
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
προαποβιώνω — Ν πεθαίνω πριν από κάποιον ή πριν από ένα γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αποβιώνω «πεθαίνω»] … Dictionary of Greek